Τονωτική ένεση στην κερδοφορία τραπεζών μέσω κρατικών ομολόγων
18/08/201912:00

Τονωτική ένεση στην κερδοφορία τραπεζών μέσω κρατικών ομολόγων

[ad_1]

Του Γ. Αγγέλη

Οι ελληνικές τράπεζες το περιμένουν από το φθινόπωρο του 2018. Τότε έγινε η πρώτη συζήτηση μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Μάριο Ντράγκι, όπως είχε αποκαλύψει τότε το “Κ”. Υποσχέσεις δόθηκαν, αλλά η ΕΚΤ παρέμενε επιφυλακτική ως προς το αν και ποτέ θα πρέπει να προχωρήσει στην εν μέρει αναίρεση του μέτρου που είχε παρθεί στις αρχές του 2015, ήτοι τον περιορισμό στο ελάχιστο (μόλις 8 δισ. ευρώ) των ελληνικών κρατικών ομολόγων που θα μπορούν να κατέχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι ελληνικές συστημικές τράπεζες.

Τώρα η ώρα, καθώς φαίνεται, έχει έρθει, αφού το θέμα αυτό θα “κινηθεί” μετά την κατάργηση των capital controls την οποία, εκτός απροόπτου, θα ανακοινώσει στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός. Σύμφωνα με πληροφορίες του “Κ”, η αύξηση του ορίου αυτού πρόκειται να είναι το δεύτερο σημαντικό βήμα “ομαλοποίησης” για το τραπεζικό σύστημα μετά την ολοκληρωτική κατάργηση των capital controls. Η απόφαση αυτή θεωρείται πλέον “ώριμη”, παρά το γεγονός ότι τα κρατικά ομόλογα παραμένουν σε non investment διαβάθμιση και για τον λόγο αυτό είναι πολύ πιθανό η κίνηση αυτή να συνδυαστεί με τον επικείμενο νέο κύκλο αναβάθμισης του ελληνικού χρέους.

Μεγάλα οφέλη στην κερδοφορία

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η ΕΚΤ “μελετά” το ενδεχόμενο να αυξήσει σταδιακά το όριο αυτό από τα 8 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, στα 12-14 δισ. ευρώ σε συνάρτηση με τη σταδιακή βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημόσιου.

Οι συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης αξιολογούνται ως ιδιαίτερα σημαντικές γιατί αφενός θα επιτρέψουν στις τράπεζες να ενισχύσουν την κερδοφορία τους με τίτλους υψηλής απόδοσης (σε σχέση με τα αλλά ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα) και αφετέρου θα δοθεί στις αγορές σήμα βελτίωσης της εμπιστοσύνης τόσο ως προς την πορεία του χρέους όσο και ως προς την κεφαλαιακή σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

Πώς θα γίνει η αναδιάρθρωση

Ο μηχανισμός μέσω του οποίου θα δρομολογηθεί η κίνηση αυτή στοχεύει, επίσης, στη βελτίωση της περαιτέρω διάρθρωσης του δημόσιου χρέους.

Σύμφωνα με τον υπάρχοντα σχεδιασμό, ΥΠΟΙΚ και ΟΔΔΗΧ προβλέπουν τη σταδιακή υποκατάσταση μέρους του βραχυπρόθεσμου (έντοκα γραμμάτια) και ετησίως ανακυκλούμενου χρέους με μεσοπρόθεσμης διαρκείας τίτλους. Ήτοι μέρος του εκ 15 δισ. ευρώ βραχυπρόθεσμου χρέους (έντοκα γραμμάτια) θα αντικατασταθεί με διετή και τριετή ομόλογα αυξάνοντας έτσι τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά και ικανοποιώντας την υψηλή ζήτηση.

Σταδιακά μέρος αυτής της προσφορά θα αυξήσει τον όγκο των κρατικών ομολόγων στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών ενισχύοντας έτσι τον μέσο όρο των αποδόσεων των χαρτοφυλακίων τους.

Σε κάθε περίπτωση, οι τίτλοι αυτοί, πέραν του ότι έχουν διάρκειες εντός της περιόδου που είναι διασφαλισμένη η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους από τη Συμφωνία του Ιουνίου του 2018, αποτελούν αντικείμενο υψηλής ζήτησης στη δευτερογενή αγορά και παραμένουν εξαιρετικά εύκολα ρευστοποιήσιμοι. Με αλλά λόγια, δεν μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ενώ παράλληλα θα αυξήσουν την κερδοφορία τους λόγω των υψηλών –συγκριτικά με την αγορά– αποδόσεών τους.

Οι σχετικές συζητήσεις μεταξύ της ΤτΕ, του SSM και του ΥΠΟΙΚ έχουν ήδη ωριμάσει, αλλά, σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, η κίνηση αυτή θα πρέπει να συνδεθεί χρονικά με τη συνολική πορεία βελτίωσης της εικόνας τόσο του ελληνικού χρέους όσο και των τραπεζών.

Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, δεν αντιμετωπίζεται αυτόνομα, αλλά σε συνάρτηση τόσο με τη βελτίωση της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του δημόσιου χρέους όσο και –κυρίως– με την πρόοδο στην πορεία μείωσης του υψηλού ποσοστού “κόκκινων” δανείων στις τράπεζες.

Μείωση NPLs

Ειδικά στον τομέα αυτό οι κινήσεις αναμένεται να πυκνώσουν επισπεύδοντας τη “μεταφορά” του κινδύνου (των NPLs) από τις τράπεζες στα επενδυτικά funds, που είτε αγοράζουν μεγάλους όγκους NPLs είτε εμπλέκονται στην απορρόφηση της τιτλοποίησής τους.

Όπως αναφέρει αρμόδιο στέλεχος του ΥΠΟΙΚ, στο οποίο απευθύνθηκε το “Κ”, πρόκειται για μια διπλή “επιχείρηση”, που από τη μια πλευρά θα επιτρέψει την ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών μέσω της αύξησης της κατοχής υψηλής απόδοσης ομολόγων και, από την άλλη, θα επιτρέψει την “εξαγωγή” κινδύνου από τα χαρτοφυλάκιά τους με την πώληση μεγάλων όγκων NPLs. Βέβαια αυτό δεν απομακρύνει το ενδεχόμενο κάποιες από αυτές να χρειασθούν επιπλέον κεφαλαία στο μέλλον αλλά αυτό θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομίας συνολικά τα επόμενα 2-3 χρόνια.

Το “δώρο” λόγω του χαμηλότερου κόστους δανεισμού

Η δραστική αλλαγή των δεδομένων στην ελληνική αγορά ομολόγων κομίζει ένα επιπλέον “δώρο” για την οικονομία, που έχει και δημοσιονομικό αντίκτυπο. Στο 0,5% του ΑΕΠ υπολογίζεται το ετήσιο όφελος για τα κρατικά ταμεία αν παγιωθεί στα σημερινά επίπεδα το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους.

Πλέον, έχει περιοριστεί πολύ χαμηλότερα από τους υπολογισμούς του ΔΝΤ και της Ε.Ε. πάνω στους οποίους βασίστηκε η Συμφωνία του Ιουνίου του 2018 (δηλαδή περί το 5% για τα επόμενα χρόνια).

Εκτιμάται ότι πλέον μπορεί να γίνει η συζήτηση για τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα (από το 3,5% του ΑΕΠ που ισχύει σήμερα ως το 2022). Δηλαδή, να επιτρέπεται να προωθηθεί το αίτημα “προσαρμογής” της Συμφωνίας του 2018 στη βάση ότι δεν θα αλλάξει η “κατανομή” για το σε ποιο κομμάτι θα συνεισφέρουν οι δανειστές και σε ποιο κομμάτι θα συνεισφέρει η Ελλάδα. Απλώς το χρέος θα μπορεί να απομειώνεται με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, γιατί θα μειώνεται το μέσο κόστος εξυπηρέτησής του.

Μοιραστείτε το άρθρο

Περισσότερα Νέα