Αντισυνταγματικές οι περικοπές σε 26.000 επικουρικές
07/10/201910:49

Τα “μηνύματα” του ΣτΕ για παλιούς, νέους και μελλοντικούς συνταξιού…

[ad_1]

Toυ Δ.Κατσαγάνη

Τρεισήμισι, σχεδόν, μετά την ψήφισή του νόμου Κατρούγκαλου το Συνταξιοδοτικό βρίσκεται στον “προθάλαμο” νέων ανατροπών.

Αφετηρία τους είναι οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σε σχέση με δύο  από τα βασικότερα θεμέλια του, τα οποία αφορούν τις κύριες και επικουρικές συντάξεις (πέραν των εισφορών των επαγγελματιών).

Οι εν λόγω αποφάσεις εν μέρει αμφισβητούν τις διατάξεις του εν λόγω νόμου σε σχέσεις με τις κύριες συντάξεις. Πλήρως, όμως, αμφισβητούν τις διατάξεις του σε σχέση με τις επικουρικές συντάξεις.

Εξάλλου, η κρίση του ΣτΕ σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις του τόσο για τις κύριες συντάξεις, όσο για τις επικουρικές συντάξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ, διευκολύνει τους από εδώ και στο εξής χειρισμούς της σημερινής κυβέρνησης. Μάλιστα, ειδικά για τις επικουρικές συντάξεις, όχι μόνο δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αλλά η ισχύ τους θα ξεκινήσει μετά από έξι μήνες, δηλαδή από  τις αρχές του Μαρτίου 2020.

Με δύο λόγια, όσον αφορά τον αντίκτυπο των αποφάσεων του ΣτΕ στους ίδιους τους συνταξιούχους, η -καταρχάς εικόνα – έχει ως εξής :

– Σε σχέση με τους δικαιούχους κύριων συντάξεων, είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι και εφόσον έχουν πολλά (πχ άνω των 30) έτη ασφάλισης εκείνοι οι οποίοι, στα σίγουρα, θα γίνουν αποδέκτες αυξήσεων, αφού πρώτα θεσπισθεί νέος νόμος.

– Σε σχέση με τους δικαιούχους των επικουρικών συντάξεων, κερδισμένοι θα είναι όλοι (δηλ. παλιοί και νέοι) όσοι υπέστησαν μειώσεις στις αποδοχές τους από το επικουρικό ταμείο μετά τον Ιούνιο του 2016. Αυτοί θα λάβουν πίσω τις περικοπές τις οποίες υπέστησαν πριν τρία χρόνια, αλλά από τον Απρίλιο του 2020 και έπειτα και όχι αναδρομικά. Κερδισμένοι θα είναι φυσικά και οι μελλοντικοί δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης.

Πιο αναλυτικά, σε σχέση με τις κύριες συνάξεις, το ΣτΕ:

– Έκρινε αντισυνταγματικά τα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπει ο ν. Κατρούγκαλου, ιδίως εκείνα που αφορούν όσους έχουν πολλά χρόνια ασφάλισης.

– Ωστόσο, έκρινε συνταγματική τη βάση υπολογισμού τους.

Συνεπώς, σε σχέση με το συνολικό τρόπο υπολογισμού των κύριων συντάξεων εν μέρει “αδειάζει” το νόμο Κατρούγκαλου της προηγούμενης κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ) ως προς το περιεχόμενο του.

Επίσης, σε σχέση τα ποσοστά αναπλήρωσης, το ΣτΕ κρίνει πως οι αποφάσεις του δεν θα έχουν αναδρομική ισχύ, γεγονός που αντικειμενικά διευκολύνει την παρούσα κυβέρνηση, καθώς κατεβάζει τον πήχη του δημοσιονομικού κόστους εφαρμογής των αποφάσεων του.  Και αυτό γιατί  θα ισχύσουν από τη στιγμή της δημοσίευσης τους, δηλαδή από την επόμενη εβδομάδα.

Αυτό σημαίνει, καταρχάς, πως οι αυξήσεις τις οποίες  “δείχνει” το ΣτΕ (μέσω της κρίσης του περί χαμηλών ποσοστών αναπλήρωσης) αφορούν σίγουρα τους μελλοντικούς συνταξιούχους (με πολλά χρόνια ασφάλισης) που θα βγουν από το νέο νόμο που θα θεσπίσει η κυβέρνηση.

Ανοιχτά, όμως, παραμένουν δύο ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση επιλέξει (αν και κάτι τέτοιο δεν “δείχνουν” άμεσα οι αποφάσεις του ΣτΕ) να εφαρμόσει τα κυοφορούμενα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης όχι μόνο για τους μελλοντικούς συνταξιούχους με πολλά έτη ασφάλισης αλλά και για εκείνους οι οποίοι έλαβαν σύνταξη με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, τους λεγόμενους “νέους” συνταξιούχους. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανυπολογισμό των συντάξεων τους και, φυσικά, αύξανε τη μελλοντική συνταξιοδοτική δαπάνη ακόμα περισσότερο σε σχέση με την περίπτωση των αυξήσεων μόνο στις μελλοντικές συντάξεις.

Το δεύτερο ερώτημα(αν και κάτι τέτοιο δεν “δείχνουν” άμεσα οι αποφάσεις του ΣτΕ είναι αν η κυβέρνηση επιλέξει να εφαρμόσει τα κυοφορούμενα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης όχι μόνο για τους “νέους” συνταξιούχους του ν. Κατρούγκαλου, αλλά και για τους  “παλιούς” δηλαδή εκείνους που “βγήκαν” στη σύνταξη με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν προ του ν.Κατρούγκαλου.

Κάτι τέτοιο, θα οδηγούσε στον επανυπολογισμό των “παλιών” συντάξεων, μαζί και της “προσωπικής διαφοράς” τους (η οποία έχει προκύψει με βάση τον υπολογισμό τους με βάση τα ν. Κατρούγκαλου), θέτοντας ζήτημα της από εκεί και πέρα εναλλακτικής –σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα-  διαχείρισης της.

Αυτό θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση της μελλοντικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Ανοιχτό, επίσης, παραμένει το ερώτημα –όπως επιμένουν ορισμένοι αναλυτές- του αν παραμένουν βάσιμες οι διεκδικήσεις των “παλαιών” συνταξιούχων, σύμφωνα με τις οποίες δικαιούνται την επιστροφή των περικοπών τις οποίες υπέστησαν στο 10μηνο μεταξύ Ιουλίου 2015 –Μαρτίου 2016 βάσει των διατάξεων που πέρασαν την περίοδο . Το δημοσιονομικό κόστος της ικανοποίησης αυτών των διεκδικήσεων ανέρχεται σε 2,5 δισ. ευρώ.

Πιο καθαρό είναι το “μέτωπο” που ανοίγει για την κυβέρνηση σε σχέση με τις επικουρικές συντάξεις. Το ΣτΕ έκρινε συνολικά (και όχι εν μέρει, όπως στην περίπτωση των κύριων συντάξεων) αντισυνταγματικές τις περικοπές τόσο στις “παλιές” όσο και στις “νέες” συντάξεις, όπως αυτές εφαρμόστηκαν από τον Ιούνιο του 2016 και έπειτα.

Συνεπώς, η κυβέρνηση υποχρεούται να επιστρέψει τις “παλιές” επικουρικές συντάξεις στο επίπεδο που ήταν έως και το Μάιο του 2016  (δηλαδή πριν κοπούν) και παράλληλα να φέρει τις “νέες” επικουρικές συντάξεις στο επίπεδο που θα ήταν το Μάιο, στο θεωρητικό ενδεχόμενο σύμφωνα με το οποίο  είχαν από τότε καταβληθεί.

Η “επιστροφή” όμως αυτή δεν θα είναι αναδρομική, όπως ορίζει το ΣτΕ. Δηλαδή, η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να επιστρέψει τις περικοπές τις οποίες υπέστησαν οι επικουρικές συντάξεις τα προηγούμενα  τρία και πλέον χρόνια. Η “επιστροφή” θα αφορά μόνο το τρέχον ύψος των επικουρικών συντάξεων και ο χρόνος θα μετρά από τον Απρίλιο του 2020. Με άλλα λόγια, από τον ερχόμενο Απρίλιο, το νωρίτερο θα πρέπει οι επικουρικές συντάξεις θα πρέπει να επανέλθουν στο επίπεδο που ήταν (οι “παλιές” συντάξεις) ή θα ήταν (οι “νέες” συντάξεις) το Μάιο του 2016.  Το δημοσιονομικό κόστος ,σε ετήσια βάση, της επερχόμενης αύξησης των επικουρικών συντάξεων αναμένεται να ξεπεράσει τα 350 εκατ. ευρώ, χωρίς σε αυτό να περιλαμβάνεται   το αυξημένο κόστος το οποίο θα έχει η καταβολή των εκκρεμών  επικουρικών συντάξεων, καθώς και αυτές  θα πρέπει να υπολογισθούν (ή να επανυπολογισθούν ) με βάση τα προ του Ιουνίου 2016 δεδομένα.

Το εκ νέου διαμορφούμενο τοπίο στην δημόσια Επικουρική Ασφάλιση ενδεχομένως να αλλάξει –σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές- το σχεδιασμό της κυβέρνησης σε σχέση με την σύσταση ενός επαγγελματικού κλάδου στα πλαίσια του υφιστάμενου Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑΕΠ).

Και αυτό γιατί, σύμφωνα με το βασικό σενάριο που προβλέπει δυνατότητα ένταξης των νέων, από το 2021, ασφαλισμένων στον επαγγελματικό κλάδο  αντί για το δημόσιο, θα δημιουργούταν μία “τρύπα” 50 έως 100 εκατ. ευρώ στα έσοδα του δημόσιου επικουρικού κλάδου.

Η “τρύπα” αυτή θα μπορούσε να προκύψει από το 2021 σε συνθήκες που το ΕΤΕΑΕΠ θα πρέπει το νωρίτερο από τον Απρίλιο του 2020 να αυξήσει, σε ετήσια βάση, τις δαπάνες τις κατά 350 εκατ. ευρώ λόγω των αυξήσεων που “επιβάλλουν” οι αποφάσεις του ΣτΕ στις επικουρικές συντάξεις, ακόμα και αν αυτές χρηματοδοτηθούν από τον προϋπολογισμό του κράτους (εφόσον αλλάξει η σχετική νομοθεσία που απαγορεύει κάτι τέτοιο) και όχι του ΕΤΕΑΕΠ.

Είναι για αυτό, που τις τελευταίες μέρες “ωριμάζει” το εναλλακτικό σενάριο της υποχρεωτικής ένταξης όλων των νέων, από το 2021, ασφαλισμένων στον σχεδιαζόμενο  επαγγελματικό κλάδο με παράλληλη καταβολή μέρους των εισφορών υπέρ του δημόσιου κλάδου.

Εξάλλου, υπό αυτές τις συνθήκες, το σενάριο το οποίο διέρρευσε τελευταία, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να δοθεί προαιρετική δυνατότητα στους παλιούς, δηλαδή έως το τέλος του 2020, παλιούς ασφαλισμένους με έως 5 ή έως 10 έτη ασφάλισης να μπορούν να ασφαλιστούν στον σχεδιαζόμενο επαγγελματικό κλάδο (και όχι να αποκλειστούν χωρίς εξαιρέσεις, όλοι οι παλιοί ασφαλισμένοι, όπως προβλέπει το βασικό σενάριο), ίσως να απομακρύνεται.

Μοιραστείτε το άρθρο

Περισσότερα Νέα