Τα 3 σενάρια για τη μείωση των πλεονασμάτων
15/08/201921:22

Τα 3 σενάρια για τη μείωση των πλεονασμάτων

[ad_1]

Της Δήμητρας Καδδά

Το κυβερνητικό σχέδιο για τη μείωση του στόχου περί πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος εφαρμογής της πολιτικής μείωσης των φόρων και τόνωσης των επενδύσεων, έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται. Σε τεχνοκρατικό και σε πολιτικό επίπεδο.

Στα “σκαριά” είναι παράλληλα τρεις τουλάχιστον παρεμβάσεις οι οποίες θα φέρουν άμεση ή έμμεση ελάφρυνση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. Ο… άμεσος δρόμος συνδέεται με την αναθεώρηση (κατά 0,5% του ΑΕΠ περίπου) προς τα κάτω της συμφωνίας του 2018 (δηλαδή έναν ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3% του ΑΕΠ πριν από το 2023, όταν αναμένεται να μειωθεί με βάση την υφιστάμενη συμφωνία). Οι άλλοι δύο δρόμοι συνδέονται με έμμεση αύξηση του περιθωρίου για μέτρα τόνωσης της οικονομίας μέσω της προσμέτρησης στο πρωτογενές πλεόνασμα εσόδων που σήμερα εξαιρούνται: από τις ιδιωτικοποιήσεις και από τα κέρδη ομολόγων.

Ο πρώτος δρόμος

Η επιστολή του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, στον αρμόδιο επίτροπο Πιέρ Μοσκοβισί (στο πλαίσιο της τυπικής διαδικασίας παράτασης της ενισχυμένης εποπτείας), περιλάμβανε -εμμέσως πλην σαφώς- και το αίτημα επανυπολογισμού της λεγόμενης “ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους”.

Το ελληνικό επιχείρημα είναι ότι η πορεία των ομολόγων στις νέες εκδόσεις είναι πολύ καλύτερη από αυτή που είχε υπολογιστεί το 2017-2018, στην τότε ανάλυση (που φτάνει έως το 2060). Δηλαδή, ότι έχει αλλάξει η “κατανομή” στην τότε απόφαση για το ποιο κομμάτι θα συνεισφέρουν οι δανειστές (με τα βραχυπρόθεσμα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος) και σε ποιο κομμάτι θα συνεισφέρει η Αθήνα (δηλαδή με πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, με σταδιακή απομείωσή τους στη συνέχεια, στο 3% το 2023, στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά).

Εκτιμάται πλέον ότι το μέσο κόστος δανεισμού είναι προφανώς πολύ χαμηλότερο από αυτό που είχε υπολογιστεί. Εκτιμάται ότι μπορεί να φέρει όφελος σε όρους βιωσιμότητας χρέους της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ, δηλαδή να οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3% νωρίτερα από το 2023, χωρίς να διαταράσσεται η μακροχρόνια πορεία του χρέους.

Η εν λόγω κίνηση απαιτεί μια απόφαση σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών. Δηλαδή σε επίπεδο Eurogroup. Και με αυτή θα πρέπει να αλλάζει τη συνολική συμφωνία για το χρέος του 2018.

Ο δεύτερος δρόμος

Παράλληλα, συζητούνται τα σχέδια “Β” μιας έμμεσης ελάφρυνσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, η οποία θα δώσει δημοσιονομική ανάσα στην κυβέρνηση.

Ο ορισμός του πρωτογενούς πλεονάσματος σε όρους Eurostat διαφέρει από το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως αυτό οριζόταν σε όρους του Μνημονίου ή που ορίζεται πλέον σε όρους μετα-προγραμματικής εποπτείας. Ουσιαστικά, ο τρόπος υπολογισμού του άλλαξε πολλές φορές τα χρόνια των μνημονίων με βάση τις διατάξεις που περιλαμβάνονταν στο λεγόμενο “τεχνικό μνημόνιο” που συνόδευε κάθε αξιολόγηση.

Για τις ανάγκες της τετραετούς μετα-προγραμματικής εποπτείας διατηρήθηκε ο ορισμός του τελευταίου TMU. Όρισε ότι, μεταξύ άλλων, εξαιρούνται του ορισμού για το πρωτογενές πλεόνασμα τα έσοδα από ANFAs και SMPs (περιλαμβάνονται κατά ESA, αλλά εξαιρούνται από τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας).

Με άλλα λόγια, τον Απρίλιο, όταν αποφασίστηκε το πρώτο πακέτο παρεμβάσεων στο χρέος, το οποίο περιλαμβάνει 644,42 εκατομμύρια ευρώ από κέρδη ομολόγων, αυτά μετρήθηκαν ως έσοδα σε όρους Eurostat, αλλά όχι σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Η επόμενη “δόση” αναμένεται -καλώς εχόντων των πραγμάτων- γύρω στον Νοέμβριο. Σε αυτό το σενάριο μπορεί, αν το αποφασίσουν οι υπουργοί Οικονομικών, να υπάρξει αλλαγή του ορισμού…

Οι αποκρατικοποιήσεις

Το ίδιο ισχύει και για τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις. Όχι όλων των κατηγοριών, αλλά μόνο αυτών που συνδέονται με πωλήσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων.

Αυτό που ισχύει είναι ότι χρηματοοικονομικές συναλλαγές (όπως η αγοραπωλησία μετοχών) δεν εισάγονται ούτε στο πλεόνασμα της Eurostat. Ωστόσο, αν πρόκειται για πωλήσεις μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, όπως ακίνητα, τότε καταγράφονται στο αποτέλεσμα κατά ESA (Eurostat), αλλά όχι στο αποτέλεσμα της ενισχυμένης εποπτείας. Η μόνη κίνηση που ήδη “μετρά” είναι τα έσοδα από εκμετάλλευση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων με διατήρηση της ιδιοκτησίας από το κράτος, δηλαδή παραχωρήσεις. Ωστόσο, και στην εν λόγω περίπτωση, το αντίτιμο της παραχώρησης δεν καταγράφεται εξολοκλήρου στο έτος είσπραξης, αλλά κατανέμεται στα έτη διάρκειας της παραχώρησης με όρους παρούσας αξίας, δηλαδή τα ποσά στα πρώτα έτη είναι σχετικά χαμηλά και αυξάνονται στα επόμενα.

Η εν λόγω παράμετρος αποτελεί τον τρίτο έμμεσο δρόμο πιθανής μείωσης των πλεονασμάτων. Δεν είναι με βεβαιότητα και ο τελευταίος. Κανείς δεν αποκλείει -αν υπάρξει διαπραγμάτευση και πολιτική βούληση- ότι μπορούν να γίνουν και άλλες παρεμβάσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι δαπάνες για το προσφυγικό οι οποίες αποφασίστηκε (εν μέσω του τρίτου Mνημονίου) να εξαιρούνται των πρωτογενών πλεονασμάτων και να μην τα επιβαρύνουν. Παλαιότερα είχε προκύψει και θέμα εξαίρεσης των δαπανών για συγκεκριμένες επενδύσεις από τον στόχο των πλεονασμάτων.

Αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις

Το “κλειδί” για να ενεργοποιηθεί όλη η παραπάνω διαδικασία για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι μια πάρα πολύ θετική τέταρτη αξιολόγηση.

Το υφιστάμενο επιτελείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό τον Πιέρ Μοσκοβισί επιθυμεί να την ολοκληρώσει επί ημερών του. Δηλαδή πριν από την αλλαγή “φρουράς” που θα γίνει τον Νοέμβριο.

Ο νέος υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, έχει ήδη ξεκινήσει τις επαφές με ομολόγους του και με θεσμικούς παράγοντες. Ωστόσο, τα πρώτα επίσημα ραντεβού θα γίνουν τον Σεπτέμβριο.

Στο Eurogroup της 13ης Σεπτεμβρίου θα γίνει η πρώτη θεσμική επαφή με τους ομολόγους του. Αμέσως μετά θα οργανωθεί η κάθοδος των “θεσμών” στην Αθήνα προκειμένου να ξεκαθαρίσει το τοπίο.

Στο επίκεντρο θα βρεθούν τα δημόσια οικονομικά αλλά και η πρόοδος στις μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες που έχει αφήσει πίσω της η προηγούμενη κυβέρνηση. Θα πρέπει η ελληνική πλευρά -μαζί με τους “θεσμούς”- να ολοκληρώσει τον Προϋπολογισμό για το 2020, αλλά και το δεύτερο φορολογικό νομοσχέδιο το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις τομές στη φορολογική πολιτική σε επίπεδο τετραετίας μαζί με το σχέδιο φοροελαφρύνσεων.

Όλα αυτά με δεδομένο ότι -προς το παρόν- το υπουργείο Οικονομικών έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικό κενό, αλλά και ούτε και δημοσιονομικό περιθώριο για νέες παρεμβάσεις φέτος, ενώ το μόνο δεδομένο, για το 2020, μέτρο είναι η πρώτη φάση μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων.

Μοιραστείτε το άρθρο

Περισσότερα Νέα