Οι επενδυτές θα στραφούν στα ελληνικά και τα ιταλικά ομόλογα
02/09/201920:15

Σε ευρωπαϊκά “χαμηλά” το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους

[ad_1]

Του Γ. Αγγέλη

Μια ματιά στους πίνακες απεικόνισης του δημόσιου χρέους στην ιστοσελίδα του ΟΔΔΗΧ… ξαφνιάζει. Με έκπληξη μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, αν και παραμένει εξαιρετικά υψηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ, εμφανίζεται επίσης να έχει ένα εξαιρετικά χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης 1,4%, σε σημείο που να το καθιστά ένα από τα “φθηνότερα”, από την άποψη αυτή, στην Ευρωζώνη.

Το εντυπωσιακό είναι ότι το 93%-94% του δημόσιου χρέους, επειδή αφορά δάνεια που προέρχονται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (διακρατικά δάνεια –GLF–, EFSF, ESM) και η εξυπηρέτησή του έχει αποτελέσει δέσμευση στο πλαίσιο της συμφωνίας του Ιουνίου του 2018 για την αναδιάρθρωσή του, έχει “κλειδώσει” στο επίπεδο αυτό με τη μεσολάβηση του ESM για 17 χρόνια.

Καμία άλλη οικονομία της Ευρωζώνης δεν έχει τόσο διασφαλισμένο το χρέος της σε τόσο χαμηλά επίπεδα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, πέραν βέβαια των χωρών που, προς το παρόν τουλάχιστον, έχουν φτάσει να εκδίδουν, όπως η Γερμανία, 30ετή ομόλογα με μηδενικό επιτόκιο.

Η “σύνθεση” αυτή του χρέους, πέραν της σταθερά χαμηλής επιτοκιακής εξυπηρέτησης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω της διαμεσολάβησης του ESM, υφίσταται και τη “βελτιωτική” επίδραση της συγκυρίας, από τη διολίσθηση των επιτοκίων.

Η συγκυρία

Οι τίτλοι που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στη δευτερογενή αγορά και προέρχονται είτε από παλιότερα ομόλογα –μικρών όγκων– είτε αφορούν νεότερες εκδόσεις ομολόγων και εντόκων γραμματίων σχεδόν καθημερινά βελτιώνουν την τιμή τους και βλέπουν τις αποδόσεις να τείνουν με πρωτοφανή ταχύτητα σε ιστορικά χαμηλά (το δεκαετές έπεσε κάτω από το 1,6%).

Με τέτοια επιτόκια σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κυριολεκτικά “ανατρέπονται” οι προϋποθέσεις πάνω στις οποίες είχε χτιστεί η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% μέχρι και το 2021.

Είναι χαρακτηριστικό ότι υπό τις παρούσες προϋποθέσεις και με δεδομένο ότι έχει καλυφθεί το πλάνο εκδόσεων χρέους για το 2019, ενώ και το 2020 δεν πρόκειται να εκδοθεί “νέο” χρέος πάνω από 7 δισ. ευρώ (ήτοι πολύ χαμηλότερο των αποπληρωμών), το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης έχει διολισθήσει στα 5,5 δισ. ευρώ.

Το πρωτογενές πλεόνασμα

Ήτοι ένα ποσοστό της τάξης του 3% του ΑΕΠ, κατά 0,5% χαμηλότερο από το πρωτογενές πλεόνασμα που προβλέπεται ως διασφάλιση για την αποπληρωμή του χρέους…

Με άλλα λόγια, ήδη για τη διετία 2019-2020 έχει διασφαλιστεί η “υπερ-κάλυψη” της δέσμευσης από την πλευρά της εξυπηρέτησης του χρέους, γεγονός που θα μπορούσε είτε να στηρίξει την ταχύτερη απομείωση του χρέους είτε να στηρίξει τη συζήτηση για επανεξέταση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα κατά 0,5%.

Αν στην εικόνα αυτή συνυπολογίσει κανείς τις επιπτώσεις από την προεξόφληση του υπολοίπου του “ακριβού” δανείου του ΔΝΤ (επιτόκια 3,5% – 4%) ή ακόμα και των κρατικών ομολόγων που κατέχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι κεντρικές τράπεζες, αλλά και τις εκδόσεις του 2020 (με χαμηλότερο επιτόκιο), είναι σαφές ότι το κόστος εξυπηρέτησης θα διολισθήσει ακόμα περισσότερο, αυξάνοντας τα περιθώρια “υπερκάλυψης” του 3,5%.

Το γεγονός ότι οι αγορές έχουν επιτρέψει μια τόσο μεγάλη απομείωση των επιτοκίων για το ελληνικό χρέος, παρά το γεγονός ότι οι οίκοι αξιολόγησης εξακολουθούν να διατηρούν τη διαβάθμισή του σε non investment grade, δεν διευκολύνει στο να ενταχθεί το ελληνικό χρέος στο πλαίσιο της παρέμβασης που πιθανώς ετοιμάζει για τον Σεπτέμβριο η ΕΚΤ…

Παρ’ όλα αυτά, αναμένεται ότι μετά την κατάθεση του Προϋπολογισμού του 2020 και την ενεργοποίηση του συστήματος απομείωσης των “κόκκινων” δανείων μέσω του H-APS (πρόταση ΤΧΣ/ΥΠΟΙΚ), που ετοιμάζεται από την κυβέρνηση, θα υπάρξουν αναβαθμίσεις που θα προσεγγίσουν τη διαβάθμιση του χρέους πιο κοντά σε βαθμίδα investment grade.

Κατά συνέπεια, τα βήματα που πρόκειται να γίνουν τόσο από πλευράς κυβέρνησης και τραπεζών όσο και από το διεθνές περιβάλλον (ΕΚΤ) εκτιμάται ότι θα βελτιώσουν ακόμα περισσότερο την τάση απομείωσης των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου, ακόμα και αν αυτή παραμένει ελαφρά κάτω της διαβάθμισης “ΒΒΒ”.

Οι αγορές περιμένουν την απόφαση της ΕΚΤ στις 12 Σεπτεμβρίου

Ο Μάριο Ντράγκι, μετά την τελευταία συνεδρίαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ, είχε αφήσει να εννοηθεί πως είναι έτοιμος να παρέμβει και πάλι τον Σεπτέμβριο για να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της οικονομίας. Έκτοτε όμως, και ειδικά το τελευταίο δεκαήμερο, έχουν πυκνώσει δηλώσεις που δείχνουν ότι κάποια μέλη του Συμβουλίου το ξανασκέφτονται και δεν αισθάνονται έτοιμα για ένα τέτοιο βήμα.

Σε ομιλία του ο επικεφαλής της Bundesbank, κ. Βάιντμαν, έκρινε ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη ακόμη και οπωσδήποτε “δεν είναι και για πανικό…”. Ανάλογης κατεύθυνσης ήταν και οι δηλώσεις της Ζαμπίνε Λαουτενσλέγκερ, μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, η οποία στο “Market News” υποστήριξε πως, παρά τα “σοκ” και τις εμπορικές εντάσεις, το Brexit και την επιβράδυνση του γερμανικού μεταποιητικού τομέα, υπάρχουν και θετικά σημάδια στην αγορά εργασίας.

Παράλληλα, υποστήριξε ότι η συνολική εγχώρια ανάπτυξη δείχνει να έχει αντοχές. “Κατά την άποψή μου”, είπε, “άποψη που βασίζεται στα τρέχοντα στοιχεία, είναι πάρα πολύ νωρίς για ένα τεράστιο πακέτο (σ.σ. παρέμβασης της ΕΚΤ)”. “Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το πρόγραμμα αγορών ομολόγων είναι το έσχατο μέσο. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο αν υπάρχει κίνδυνος αποπληθωρισμού και ο κίνδυνος αυτός δεν διαφαίνεται από πουθενά τώρα”.

Μοιραστείτε το άρθρο

Περισσότερα Νέα