Ρευστότητα, κρατικά φέσια και NPLs τα μεγάλα αγκάθια για την...
26/06/201913:01

Ρευστότητα, κρατικά φέσια και NPLs τα μεγάλα αγκάθια για την…

[ad_1]

Της Δήμητρας Καδδά

Τα τρία αγκάθια που παραμένουν στην ελληνική οικονομία καταγράφει το υπουργείο Οικονομικών στο Ετήσιο Δελτίο Δημοσίου Χρέους 2018 που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Ο λόγος για την ρευστότητα, τα κρατικά φέσια και την ανάγκη να μειωθούν τα NPLs ώστε να στηριχθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, κάτι που συνδέεται σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ με την ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς δανείων, των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και του εξωδικαστικού.

Στην ίδια έκθεση καταγράφεται μία έκρηξη πράξεων repo στα 24,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018, έχοντας πλέον χρησιμοποιήσει το 75% των διαθεσίμων φορέων του ελληνικού δημοσίου. Επίσης εκτιμάται ότι υπάρχουν διαθέσιμα για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη και υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες.

Τα τρία αγκάθια

Όπως αναφέρει το ΥΠΟΙΚ σε έναν οικονομικό απολογισμό του 2018, “μετά την ομαλή εκπλήρωση των οροσήμων που, έναν χρόνο πριν, αποτελούσαν ζητούμενα για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας (επιτυχής ολοκλήρωση του Προγράμματος στήριξης, δημιουργία ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, εφαρμογή μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων), οι εναπομένουσες δυσχέρειες στο εσωτερικό περιβάλλον συγκεντρώνονται γύρω από τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας, τις πηγές και τις δυνατότητες χρηματοδότησής της. Στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των συναφών αδυναμιών κινείται η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και τα εργαλεία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δευτερογενής αγορά δανείων, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, μηχανισμός εξωδικαστικού συμβιβασμού)”.

Επισημαίνει ότι μετά τα 9,5 δισ. ευρώ, της τελευταίας δόσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που εντάχθηκε στα ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας, “τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου επαρκούν για την κάλυψη των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών των δύο τουλάχιστον επόμενων ετών ακόμα και υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες”.

Όπως αναφέρεται τα ταμειακά διαθέσιμα διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2018 στα 26,8 δισ. ευρώ, έναντι 948 εκατ. ευρώ που ήταν το τέλος του 2017. Αυξήθηκαν, δηλαδή κατά 25,87 δισ. ευρώ (σ.σ. αιτιολογώντας έτσι εν μέρει και την άνοδο του χρέους γενικής κυβέρνησης στα 334,57 δισ. ευρώ).

Σε repo το 75% των διαθεσίμων

Το ΥΠΟΙΚ αναφέρεται και στην έκδοση νέου βραχυχρόνιου χρέους repo 9,59 δισ. ευρώ, διαμορφώνοντας το stock των repos στο τέλος του 2018 στα 24,52 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι “κατά το 2018 συνεχίστηκε η αξιοποίηση και η βέλτιστη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, μέσω εφαρμογής προγράμματος πράξεων διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας υπό τη μορφή repo agreements, τις οποίες συνάπτει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ). Με το πρόγραμμα αυτό αξιοποιείται πλέον το 75% περίπου του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων των εν λόγω φορέων με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, παρέχοντάς τους ανταγωνιστικές υψηλές αποδόσεις, επ’ ωφέλειά τους, διασφαλίζοντας αντίστοιχο όφελος ως προς το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, με σωρευτικά θετικές επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους”.

Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ η μεσοσταθμική διάρκεια του νέου δανεισμού για το 2018 διαμορφώθηκε στα 19,8 έτη ενώ το μεσοσταθμικό κόστος του νέου δανεισμού – εκτός των συμφωνιών repo – διαμορφώθηκε σε 1,39%.

Πορεία χρέους

Στο εν λόγω ετήσιο δελτίο χρέους καταγράφεται η πορεία του 2018 απολογιστικά. Σε ξεχωριστό κείμενο για το 1ο τρίμηνο του 2019 που δημοσιεύθηκε τον Μάιο καταγράφεται η πορεία του χρέους έως και τον Μάρτιο του 2019 και προκύπτει ότι:
-Τα διαθέσιμα έχουν μειωθεί από τα 23,045 δισ. ευρώ στα 22.46 δισ. ευρώ
-Το ύψος του χρέους κεντρικής διοίκησης έχει μειωθεί οριακά από τα 358,94 δισ. ευρώ στα  357,69 δισ. ευρώ.

Βιωσιμότητα χρέους 

Στο ετήσιο δελτίο αναφέρεται επίσης ότι η στρατηγική διαχειριστικών πράξεων μέσω παραγώγων συνεχίστηκε και κατά την διάρκεια του 2018, με κύριο στόχο τη μετατροπή του χρέους κυμαινόμενου επιτοκίου σε ιστορικά χαμηλά σταθερού επιτοκίου. “Οι λόγοι προέρχονται από το μεγάλο ποσοστό μεταβλητού επιτοκίου στο σύνολο του χρέους εξαιτίας των δανείων του επίσημου τομέα, αλλά και την ωφέλεια των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων του ευρώ” επισημαίνεται.

Αναφέρονται μία σειρά από αποτελέσματα στην ποιότητα του χρέους:

Μειώθηκε στο 10,75% η συμμετοχή των υποχρεώσεων κυμαινόμενου επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, μειώνοντας αντίστοιχα και τον επιτοκιακό κίνδυνο.

Οι ανωτέρω πράξεις οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση του “Μέσου Σταθμικού Χρόνου Ανατιμολόγησης του δημοσίου χρέους”, φτάνοντας τα 13,01 έτη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω δείκτης επί της ουσίας δείχνει τα έτη κατά τα οποία οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα παραμείνουν σταθερές στα τρέχοντα επίπεδα. Για την περίπτωση της Ελλάδας τα έτη αυτά είναι περίπου 13. Ο δείκτης αυτός είναι ένας συνδυασμός των δεικτών της μέσης σταθμικής διάρκειας του χρέους που στο τέλος 2018 ήταν 18,17 έτη και της συμμετοχής των υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου, που αντίστοιχα ήταν 89,25%.

Ο ανωτέρω δείκτης σε συνδυασμό με το δείκτη “Ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης δημοσίου χρέους (σε ταμειακή βάση)” που στο τέλος 2018 ήταν 1,61%, “οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το προαναφερθέν “αποτελεσματικό” κόστος, που είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, θα παραμείνει ουσιαστικά το ίδιο για τα επόμενα 13 περίπου έτη” αναφέρει το ΥΠΟΙΚ.

Μοιραστείτε το άρθρο

Περισσότερα Νέα