28/05/202011:36

Διήγημα του Λεχαινίτη συγγραφέα και Ποιητή Βασίλη Παπαμιχαλόπουλου (photos)

Στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις”.

(Κ. Καβάφης)

Τέσσερις το πρωί έφτασε το τραίνο στα Λεχαινά. Ταλαιπωρημένος κατέβηκα. Από τη μια η αργοπορία, από την άλλη οι φωνές των πασόκων το κεφάλι μου είχε γίνει καζάνι. Φανατισμένοι όλοι τους με τις εκλογές. Τέτοιος αναβρασμός στον κόσμο μόνο το ‘74, όταν ψιθυριζόταν πως από ώρα σε ώρα πέφτει η Χούντα.

Το καφενείο το βρήκα κλειστό. Κάποιοι λίγοι που κατέβηκαν μαζί μου μπήκαν γρήγορα στα αυτοκίνητα που τους περίμεναν κι εξαφανίστηκαν. Αν δεν ήταν οι εκλογές και η ψήφος που μέτραγε, αποκλείεται να βρισκόμουν εκείνη την ώρα στα Λεχαινά. Πριν λίγο καιρό είχα επιστρέψει από το τελευταίο μου μπάρκο και τον επόμενο μήνα έπρεπε να παρουσιαστώ στο στρατό. Μόλις απολυόμουν, θα συνέχιζα για ένα διάστημα τα καράβια και θα έβγαινα Αμερική να σπουδάσω ναυτιλιακά. Ποιος ξέρει πού θα με πήγαινε η ζωή στη συνέχεια…

Στο χωριό, είχα να κατέβω από το ‘70. – Από τη χρονιά που μετακομίσαμε στην Αθήνα. Μόλις είχα τελειώσει την πρώτη γυμνασίου. Μου είχε στοιχίσει αφάνταστα που έφυγα. Να πω, πως δεν έκλαψα, θα είναι ψέμα Με το ζόρι με ανέβασαν στο φορτηγό. Πιο σφιχτά είχαν δεμένο εμένα παρά τα πράγματα.

Οι δικοί μου προσπαθούσαν να με πείσουν καιρό πριν. «Πώς να μείνουμε εδώ, με τι να ζήσουμε», μου έλεγαν. «Το καφενείο μας έχει κλείσει. Το εργοστάσιο του Πάπα είναι εποχιακό. Δουλειές δεν υπάρχουν. Τόσος κόσμος σηκώνεται και φεύγει για να κάνει προκοπή. Άλλοι πάνε στην άλλη άκρη του κόσμου. Αυστραλία, Αμερική. Θα δεις. Η Αθήνα θα σου αρέσει. Εκεί θα σπουδάσεις, θα έχεις μέλλον. Μακριά είναι; Τα καλοκαίρια θα κατεβαίνουμε και θα βλέπεις τους φίλους σου», με καθησύχαζαν. – Υποσχέσεις της στιγμής, μέχρι να με καταφέρουν.

Η Αθήνα, τη δεκαετία που φύγαμε, κατάπινε χωριά ολόκληρα. Από το δικό μας είχε φάει το μισό. Ανέβαινε ο πρώτος, τακτοποιούταν, έπαιρνε και τους υπόλοιπους μετά. Η αλήθεια είναι πως τη βγάζαμε δύσκολα. Μήπως κι εγώ τόσα χρόνια γιατί δούλευα στο κουρείο του Μπένου; Μέσα μου όμως δεν μπορούσα να το δεχτώ με τίποτα. Απίθανα πράγματα με στοίχειωναν εκείνο τον καιρό. Ακόμα και τα κεραμίδια του σπιτιού μας, η λασπουριά των δρόμων, η φωνή του παπα-Γιάννη που έψελνε, ως κι αυτά θα μου έλειπαν. Η σκέψη πως κάποια στιγμή οι φίλοι μου και οι συμμαθητές μου θα με ξεχνούσαν, με τσάκιζε περισσότερο. Μέσα σε όλους αυτούς και η Ελένη. Πώς να την αφήσω και να φύγω; Τα Λεχαινά θα συνέχιζαν να ζουν ερήμην μου. Όσο για τον εαυτόν μου, χίλιους όρκους έπαιρνα πως κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ στη ζωή μου.

Φεύγοντας, αφήσαμε τον παππού μου πίσω για να πουλήσει το καφενείο. Μισογκρεμισμένο ήταν. «Τι να το κάνουμε», είπαν. «Ας το δώσουμε στο γείτονα που το ζητάει χρόνια τώρα κι ας αγοράσουμε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Να γλιτώνουμε το νοίκι». Όταν τελείωσε με τα συμβόλαια, όλο κάποια δικαιολογία εύρισκε και καθυστερούσε να ανέβει. Δεν τον ξανάδα ποτέ. Άρον, άρον κατέβηκαν εκείνο το τριήμερο. – Πέμπτη ξημέρωνε. Εμένα με έστειλαν στον θείο μου τον Τάκη στα Νέα Λιόσια. Όλα πίσω από την πλάτη μου. Απέφυγαν να με πάρουν κοντά λες και με φοβόντουσαν. Τους το χρέωσα κι αυτό γιατί με τον παππού μου είχα μια ιδιαίτερη σχέση. Τον αγαπούσα πολύ.

Την Αθήνα άργησα να τη συνηθίσω. Τεράστια πόλη. Πολυκατοικίες και κτήρια ως εκεί που έφτανε το μάτι μου. Ένας ωκεανός από τσιμέντο. Το πρώτο διάστημα συνεχώς χανόμουν. Ευτυχώς που είχα για σημάδι τον Κηφισό. Εκεί τελείωναν οι Άγιοι Ανάργυροι. Χρειάστηκε πολύς καιρός μέχρι να ξεθαρρευτώ και να περάσω τη γέφυρα. Όταν κάποια στιγμή το αποφάσισα, στο γυρισμό, αντί για μένα, επέστρεψε ένας άλλος. Από την εποχή εκείνη και μετά άρχισε να αραιώνει η αλληλογραφία μου με τον φίλο μου τον Δημήτρη τον Τρόντζα. Ταυτόχρονα άρχισα να χάνομαι και με την Ελένη.

Οι δικοί μου βέβαια τα έβλεπαν όλα μια χαρά. Συνεχώς για τις ανέσεις της Αθήνας μιλούσαν. «Ανοίγω τη βρύση στην κουζίνα και τρέχει νερό», έλεγε η μάνα μου. Στα Λεχαινά, όλα τα χρόνια το κουβαλούσε με τους τενεκέδες από τη βρύση του Βορίση. «Η τουαλέτα είναι μέσα. Πατάς το καζανάκι και είσαι εντάξει». Η αδερφή μου, τα ίδια. «Μπαίνω στην μπανιέρα και είναι λες και βουτάω σε θάλασσα». Για να μην πω με τι λατρεία κοιτούσαν την ηλεκτρική κουζίνα, το ψυγείο και το πλυντήριο που είχαμε αγοράσει με δόσεις. Στα δυο χρόνια ήρθε και η ασπρόμαυρη τηλεόραση. Τέρμα οι επισκέψεις στα ξένα σπίτια. Καλά ήταν όλα αυτά, δεν λέω. Μέχρι και δικό μου δωμάτιο είχα. Μοναχικός βασιλιάς όμως και μαζί μοναχικός υπήκοος του εαυτού μου. Τι να το κάνω πως είχα καινούργιους φίλους; Ξένο σώμα ήμουν γι’ αυτούς.

Τα χρόνια στο μεταξύ περνούσαν. Η κοινωνία τότε συγκλονιζόταν από γεγονότα. Νομική, Πολυτεχνείο, Κυπριακό… Η Χούντα έπεφτε. Σε λίγο καιρό ήρθε η μεταπολίτευση. Η νεολαία στους δρόμους. Μαζί κι εγώ. Τα παιδικά μου χρόνια και τα Λεχαινά όλο και πιο αραιά με επισκέπτονταν. Οι εικόνες τους άρχισαν σιγά, σιγά να ξεθωριάζουν στο μυαλό μου. Μόνο η ερημιά, η λασπουριά και το ατέλειωτο ψιλόβροχο είχε μείνει. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ καλοκαίρια. Ένα αόρατο σφουγγάρι συνεχώς έσβηνε. Ακόμα και με τους φίλους μου σε άδειους δρόμους συναντιόμασταν. Την αγορά, πάντα την εύρισκα με κατεβασμένα τα ρολά. Το κουρείο, με ριγμένα τα κουρτινάκια, θεοσκότεινο. Άρχισα να τα βάζω με τον εαυτόν μου. Ένοιωθα ντροπή που αθέτησα τις υποσχέσεις μου.

Όταν τελείωσα το εξατάξιο γυμνάσιο οι δικοί μου επέμεναν να σπουδάσω. Εγώ, σήκωσα το δικό μου μπαϊράκι και έδωσα στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Μετά τα Λεχαινά, κανένας τόπος πια δεν με έδενε. Τον μισό κόσμο γύρισα στον ένα χρόνο με το πρώτο μου μπάρκο. Περσικό, Υεμένη, Σουδάν, Ιταλία, Νιγηρία, Χιούστον, Μέξικο, Βραζιλία. Άγνωστοι κόσμοι, παράξενοι. Το πλήρωμα στο καράβι από όλες τις φυλές του κόσμου. Η Ελλάδα, σε εκείνους τους μακρινούς παραλλήλους, μια κουκίδα στο χάρτη του μυαλού μου. Πόσο μάλλον τα Λεχαινά.

Και να, τώρα, που με υποδέχονταν με μια ησυχία απόλυτη. Αμήχανα στεκόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον. Η πρώτη εντύπωση που είχα μόλις κατέβηκα τα σκαλοπάτια του τραίνου ήταν πως βρισκόμουν σε όνειρο. Σαν αυτά που με τυραννούσαν τον πρώτο καιρό στην Αθήνα. Εισέπνευσα βαθιά και κράτησα την ανάσα μου όσο περισσότερο μπορούσα. Μια μυρωδιά, που την ήξερα, αλλά είχα χρόνια να την νιώσω. Φόρεσα το τζιν μπουφάν και πήρα το δρόμο για τον Αι-Δημήτρη. Περπατούσα αργά. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου, σπίτια χαμηλά. Πιο χαμηλά κι από ό,τι τα θυμόμουν. Σιωπηλές παρουσίες κρυμμένες πίσω από τις ακακίες παρακολουθούσαν το χέρι που σε κάθε μου βήμα με έσπρωχνε από διαφάνεια σε διαφάνεια πίσω στο χρόνο. Μέσα μου, οι διαλυμένες εικόνες των παιδικών μου χρόνων ενώνονταν πάλι και όρθωναν τη δική μου πατρίδα.

Έριξα μια ματιά στο ξενοδοχείο “Ελπίς” του Γιάννη του Ριγανά. Η σιδερένια πόρτα, κλειστή. Οι κουρτίνες κατεβασμένες. Παρότι είχα φτάσει ταλαιπωρημένος, εκείνη τη στιγμή δεν νύσταζα καθόλου. Το προσπέρασα. Στο βάθος, απέναντι από τον Αι-Δημήτρη, είδα φωταψίες και κάποιους να μπαινοβγαίνουν. Για καφενείο μου έμοιασε. Ήταν μια καλή λύση να περάσω την ώρα μου εκεί. Το είχα ανάγκη.

Φτάνοντας στο μεγάλο πλάτανο σταμάτησα απότομα. Μια σκιά μικρού παιδιού πέρασε με φούρια από μπροστά μου, σχεδόν με άγγιξε, και χώθηκε στο στενό. Ήμουν εγώ, κι ας ήταν τέσσερις τα χαράματα. «Πήγαινε γρήγορα τα ψώνια στο σπίτι. Έφτυσα. Μέχρι να στεγνώσει να έχεις γυρίσει», έλεγε ο κυρ-Γιώργος ο Μπένος. Επιστρέφοντας, σταματούσα πάντα στο σημείο αυτό. Το πρώτο που έκανα ήταν να δω αν το Β + Ε που είχα χαράξει με γυαλί στον κορμό υπήρχε ακόμα. Ύστερα έπιανα το χαζολόγημα. Κάποιες φορές πετύχαινα τον Φώτη, τον κλειδούχο, να κυλά τα βαρέλια με το πόδι προς τα μαγαζιά και να χαλά τον τόπο από το θόρυβο. Αν συναντούσα καμιά παρέα γνωστών μου, έμπαινα κι εγώ στο παιχνίδι. Για λίγο, μέχρι να ακουστεί η φωνή του Μπένου μέσα μου, “έφτυσα”, να τους παρατήσω όλους σύξυλους και να συνεχίσω τρέχοντας.

Ψηλάφισα τον κορμό του δέντρου. Τα γράμματα υπήρχαν ακόμα. Τα άγγιξα. Πριν φύγω είχα πάρει και όρκο εκεί μπροστά: «Όταν μεγαλώσω θα γυρίσω πίσω και δεν θα ξαναφύγω ποτέ. Της το έγραψα και σε σημείωμα. Είχα υπογράψει μάλιστα με μια σταγόνα αίμα από το δάχτυλό μου. «Θα περιμένω», απάντησε αυτή. Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια τώρα κι ούτε ξέρω πού βρίσκεται.

Στο βάθος, το στενό θεοσκότεινο. Έξω από το Διαολέικο, καθισμένη στο σκαμνί, η γιαγιά του φίλου μου, του Λάκη του Καρατζά, γνέθει τη ρόκα. Η λάμπα του Δήμου, ίσα που φωτίζει τη ρόκα και το αδράχτι. Μόνα τους δουλεύουν. Δίπλα στο δέντρο, το οίκημα της φιλαρμονικής. “Τρίτη ή Τετάρτη Δημοτικού;” Προσπαθούσα να θυμηθώ. Το σίγουρο είναι πως τα παράτησα στο μήνα επάνω. Τζάμπα οι προσπάθειες του Κύριου Ζωιτσούδη, του μαέστρου.

Όταν έφτασα στα φώτα, είδα πως το μαγαζί ήταν κάτω από το συμβολαιογραφείο του Κατσίνα. Οι τζαμαρίες του γεμάτες με αφίσες και σημαιάκια του ΠΑΣΟΚ. Εκλογικό κέντρο ήταν. Απογοητεύτηκα. Αν έμπαινα μέσα θα έμπλεκα σε συζητήσεις. Δεν είχα καμία διάθεση να συζητάω αχάραγο για το σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ. Έριξα μια λοξή ματιά. Στον τοίχο, πίσω από ένα γραφείο, δεξιά κι αριστερά το κάδρο του Μαρξ και του Άρη. Στη μέση ο Αντρέας. Τέσσερα με πέντε άτομα. Το ξανασκέφτηκα. Πού αλλού θα μπορούσα να πάω εκείνη την ώρα; «Καλώς τον σύντροφο», με υποδέχτηκε ένας που καθόταν στο γραφείο. «Από Αθήνα έρχεσαι», με ρώτησε. «Ναι», του απάντησα. Με κοίταξε διερευνητικά. «Ποιανού είσαι;», είπε. «Δεν τον θυμάσαι; Ο εγγονός του μπαρμπα-Μανώλη του καφετζή είναι», πετάχτηκε ένας άλλος. «Α, ναι μωρέ», έκανε. «Τι νέα μας φέρνεις από πάνω», συνέχισε .

Δεν πρόλαβα να απαντήσω. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο «Λήξις» και όλοι γύρισαν προς το μέρος του. Τον ήξερα από το καφενείο του παππού μου. Ήταν ένας αδύνατος τύπος, λίγο κυρτός στους ώμους με μια χαρακτηριστική φάτσα. «Λήξις» ήταν το παρατσούκλι του. Με αυτή τη λέξη ολοκλήρωνε κάθε πρότασή του. «Πώς πάει, ρε παιδιά», ρώτησε με αγωνία τους άλλους. «Άσε, σύντροφε, στην Αντραβιδόστρατα κόντεψε να γίνει της πουτάνας», του είπε κάποιος. «Δεν έχουν αφήσει αφίσα για αφίσα. Μέχρι και λοστάρια βγήκαν».

Αλαφιάστηκε. Έκανε ένα αστείο άλμα στον αέρα τινάζοντας το κεφάλι προς τα πίσω. «Μια ζωή στην από κάτω, γαμώ τα φασισταριά», φώναξε χτυπώντας το πόδι και συνέχισε με ένα αφρισμένο παραλήρημα μπλέκοντας τη ζωή του όλη, τη δεξιά, το παλάτι, τους Αμερικάνους, τους χαφιέδες, τους κεφαλαιοκράτες… Μου τράβηξε την προσοχή. Άναψα τσιγάρο και τον χάζευα που μιλούσε. Όσο συνέχιζε, στα μάτια μου ψήλωνε το ανάστημά του. Το κορμί του ίσιωνε. Από άνθρωπος που μέχρι πριν δεν θα τον υπολόγιζες και πολύ, είχε γίνει τέτοιος που αν δεν τον ήξερα θα τον φοβόμουνα. Οι άλλοι, του είχαν γυρισμένη την πλάτη. Δίπλωναν κάτι αφίσες και σταύρωναν ψηφοδέλτια. Αφού τελείωσε τα όσα είχε να πει, πήγε ως την πόρτα ξαναμμένος και έβγαλε το κεφάλι του απ’ έξω. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Έτσι όπως διαχεόταν το πρώτο φως επάνω στις όψεις των κτηρίων, αυτά είχαν μεταμορφωθεί σε πολυώροφες εργατικές κατοικίες, ενώ απέναντι στη θέση του αγάλματος του Καρκαβίτσα ήταν στημένο του Ανδρέα Παπανδρέου με το χέρι υψωμένο να χαιρετά τα πλήθη. Ως και τον Άρη μαζί με τους μαυροσκούφηδες πήρε το μάτι του προς τα δεξιά να καλπάζουν προς τον σταθμό και να χάνονται στα χωράφια πέρα από τις γραμμές. Μια θεόρατη σημαία με τον πράσινο ήλιο, μαζί με μια μικρότερη κόκκινη, κυμάτιζαν πάνω από τα σοσιαλιστικά Λεχαινά.

Ο Σπύρος ο Καρδιανός ήταν ο πρώτος που συνάντησα στο εκλογικό κέντρο από τους παλιούς συμμαθητές μου. Στην αρχή που τον είδα μπροστά μου, μου φάνηκε κάπως, καθώς μέσα μου διατηρούσα ακόμα την παιδική του εικόνα. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε προς το απόγευμα στην πλατεία μαζί με τους άλλους. Φεύγοντας από εκεί, το επόμενο πράγμα που έκανα ήταν να περάσω από την αγορά να δω αν υπήρχε ακόμα το κτήριο του καφενείου του παππού μου. Ερείπιο το βρήκα, όπως το είχαμε αφήσει. Οι τζαμαρίες σε όλη την πρόσοψη εντελώς φθαρμένες. Κάτι φλούδες είχαν απομείνει από το παλιό πράσινο χρώμα. Κόλλησα το πρόσωπό μου στα τζάμια. Με δυσκολία διέκρινα το εσωτερικό. Στον μπροστινό δερμάτινο καναπέ, η γιαγιά Σοφία με κρατούσε μωρό στην αγκαλιά της και με έδειχνε. Το μωρό, κοιτούσε σα χαμένο το φως και τίναζε ανυπόμονα πόδια και χέρια.

Στήριξα τον ώμο μου στην πόρτα και δοκίμασα να την σπρώξω. Άνοιξε. Η μακρόστενη σάλα μισογκρεμισμένη. Στην αριστερή μεριά αντί για τοίχος υπήρχαν χοντρά δοκάρια που στήριζαν την οροφή. Εκείνο το πρωινό θυμάμαι στεκόμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, έξω από το χρωματοπωλείο του Κουτσογιάννη. Από μέρες παρατηρούσα μια ανησυχία στο σπίτι. Ο Παππούς μου πηγαινοερχόταν όλο με χαρτιά στα χέρια. Πρώτα ήρθαν οι χωροφύλακες και τον πήραν επάνω. Μετά, έφτασε το συνεργείο και ξεφόρτωσε την ξυλεία. Ακούστηκαν τα σκεπάρνια που κάρφωναν τα μαδέρια και στη συνέχεια οι βαριοπούλες που γκρέμιζαν τον τοίχο. Κοιτούσα ασάλευτος. Ο κάθε χτύπος με τάραζε μέσα μου λες και πάνω στα μαδέρια κάρφωναν τον ίδιον τον παππού μου. Όρμησα αλαφιασμένος στο καφενείο μας. «Διώξτε το μικρό από τα πόδια μας μην το σκοτώσει κανένα αγκωνάρι», είπε κάποιος. Ένα τεράστιο χέρι κινήθηκε προς το μέρος μου και με απομάκρυνε. Ένα σκέτο τριχωτό χέρι θυμάμαι.

Τα παλιά έπιπλα ήταν διαλυμένα και σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Πεσμένοι σοφάδες, πεταμένες τάβλες, αράχνες και σκόνη παντού. Μόνο το μεγάλο εξάγωνο τραπέζι ήταν ακόμα στημένο στη θέση του. Υπήρχε κι ένα τασάκι με κάτι αποτσίγαρα επάνω. Λες και το προηγούμενο βράδυ καθόταν ο παππούς μου με την παρέα του, τον γερο-Κατσίνα, τον γερο-Μαζώτη, τον γερο-Μπεσκίνη και τα λέγανε. Θυμάμαι πως τα καλοκαίρια που επιστρέφαμε αργά από το θερινό σινεμά του Λαΐνά μόνιμα εκεί τους βρίσκαμε. Έριχναν και ξαναέριχναν τα ίδια χαρτιά και κάθε φορά η ζωή τους κατέληγε σε κείνο το τραπέζι. Σε μια γωνιά μισοδιαλυμένη η ταμπέλα του μαγαζιού: «ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΜΕΛΙΣΣΑ». Πιο εκεί πεταμένα δυο κάδρα που κρέμονταν κάποτε στον απόντα τοίχο και η μικρή ταμπέλα. «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΒΛΑΣΤΗΜΕΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ».

Προχωρώντας πίσω από τον πάγκο, το πόδι μου σκόνταψε κάπου. Με πόρτα έμοιαζε. Κάτω από τα χώματα ξεχώριζε το λευκό της χρώμα. Πιάνω τους δυο κρίκους που είχε και βάζοντας όλη μου τη δύναμη τη σηκώνω. «Παππού» φωνάζω με έκπληξη. «Εσύ εδώ;» Μου χαμογέλασε. Πάνω από το χαρακτηριστικό σαμιώτικο πηγούνι του, φάνηκαν τα ούλα του. Γυμνά. «Δες τα, για το χατίρι σου έμεινα έτσι», είπε ανοίγοντας το στόμα του. Μου το έλεγε και παλιά αυτό, όταν τον κορόιδευα “φαφούτη”. «Βλέπεις, το κομπόδεμα που είχα για τα δόντια πήγε στους γιατρούς τότε που έπαθες το ατύχημα», συμπλήρωνε πάντα. Άφησα από τα χέρια μου τους κρίκους. Ο κρότος ήταν εκκωφαντικός. Σκόνη και σιωπή ξανασκέπασαν τα πάντα γύρω μου.

Προχώρησα προς την πίσω μεριά που ήταν το παλιό μας σπίτι. Δυο δωμάτια όλα κι όλα. Με μια λάμπα πετρελαίου τα βράδια, πέρα – δώθε. Ίσα που χωρούσαν τα λιγοστά έπιπλα και τα μπαούλα με τους γιούκους. Προικιά της γιαγιάς από το Αρχοντικό, το Καλογεριναίικο. Σε μια άκρη παρακεί πεταμένος ο σομιές του κρεβατιού μου. Δέκα μέρες ψηνόμουν πάνω του από την ανεμοβλογιά. Πόρτες δεν υπήρχαν. Το πάνω ξύλο από το κάσωμα, σε μία από αυτές, ήταν πεσμένο. Καθώς το δρασκέλιζα για να βγω στην αυλή διέκρινα στη μέση το σταυρό από την κάπνα των λαμπάδων της Ανάστασης. Η τουαλέτα, στην από κάτω μεριά, μισογκρεμισμένη. Εκεί μέσα ήταν και το κοτέτσι. Μόνο που εγώ τα έκανα πάντα απ’ έξω σε μια εφημερίδα. Φοβόμουν τις κλώσες.

Παίρνοντας τον πίσω δρόμο του καφενείου κατευθύνθηκα προς το άλλο σπίτι που μείναμε. Το δίπατο του Σερέτη του Κουφού δίπλα στου Κουτρούλη. Ετοιμόρροπο κι αυτό. Όχι πως τότε ήταν καλύτερο. Μέναμε από πάνω. Θυμήθηκα το χειμωνιάτικο μπάνιο στην σκάφη, κάθε Σάββατο βράδυ με το κατσαρολάκι και ανατρίχιασα. Εκεί, μας βρήκαν και οι δεύτεροι σεισμοί της Ζακύνθου. Με το που ακούγαμε το βουητό και νοιώθαμε το πρώτο κούνημα τρέχαμε και απλώναμε κάτω από το μεγάλο κρεβάτι. Έτριζαν τα πάντα. Οι τοίχοι έτοιμοι να ανοίξουν. Οι σανίδες που έχασκαν στο πάτωμα, ένα τσακ θέλανε για να βρεθούμε στην αποθήκη κάτω με τα λιπάσματα.

Από το γωνιακό παράθυρο τού δρόμου, ίσα που κρατιόταν το ένα παντζούρι. Το άλλο δεν υπήρχε καν. Από εκεί, πίσω από το τζάμι, την περίμενα όταν βράδιαζε. Ερχόταν από το μπακάλικο του Μήτσου. Βολίδα κατέβαινα. Αυτή, πάντοτε με ένα γυάλινο μπουκάλι λάδι στο χέρι. Την έπαιρνα αποκοντά και κάθε τόσο σήκωνα τα φουστάνια. «Άσε με. Θα μου γλιστρήσει το μπουκάλι», μου ψιθύριζε και τιναζόταν. Την πήγαινα έτσι μέχρι το Στρεμενό.

Στην πίσω μεριά, το σπίτι τού φίλου μου του Μήτση του Μπεσκίνη. Κάθε Κυριακή, μόλις κιτρίνιζαν τα μούσμουλα στην αυλή του, βαφτίζαμε μαζί με την αδερφή μου το σκυλί του, για να κερνιόμαστε. Τα καλοκαίρια, πρώτη θέση πάνω στη μουριά του για να βλέπουμε στο διπλανό σινεμά, του Σχίζα, τα έργα. Από τη μέση πάντοτε, γιατί τα μεγάλα παράθυρα τα άνοιγαν μόνο όταν νύχτωνε. Κάποιες φορές, που, ο ιδιοκτήτης του σινεμά μας έπαιρνε χαμπάρι, έστελνε κάποιον και μας ράβδιζε με το καλάμι σαν ώριμα μούρα.

Στην αγορά, τα μαγαζιά λόγω της ημέρας ήταν όλα κλειστά. Πλησίασα στο κουρείο. Ενάμιση επί έξι. Ίσα που χωρούσε τις δυο ψάθινες πολυθρόνες με τους καθρέφτες και στο βάθος το νυφτηράκι με ένα καναπέ κατά το πλάτος. Κάθε μεσημέρι πήγαινα νωρίτερα. Χτενιζόμουν, έβαζα κολόνια και πατίκωνα τα μαλλιά μου με το μπριγιόλ.- Ακόμα και τώρα το κεφάλι μου λάδι βγάζει. Ο κυρ-Γιώργος χοροπηδητά γύρω από την πολυθρόνα, να ξυρίζει, να σφίγγεται από την συχνοουρία και να σχολιάζει τις φάσεις με τον Μποτίνο, τον Σιδέρη, και τον Γιούτσο. Στο ερμάριο επάνω, το μικρό ραδιάκι για να ακούμε κάθε Δευτέρα βράδυ τη ραδιοφωνική βιβλιοθήκη.

Κοίταξα γύρω μου τα κατεβασμένα ρολά. Δίπλα το χασάπικο του Μελά. Ζεστή γαρδούμπα και κοιλίτσα πατσά κάθε Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα. Στη γωνία απέναντι το παντοπωλείο του Φακίρη, δίπλα, το παπουτσάδικο του Φωκά, στη σειρά το κρεοπωλείο του Μούλου, το μανάβικο του Κοκιού… Τελικά τίποτα δεν είχε ξεχαστεί μέσα μου.

Στην πλατεία του Αι-Δημήτρη, βρήκα την παρέα μαζεμένη. Είχε πέσει σύρμα. Ανάμεσά τους, ο Δημήτρης ο Τρόντζας, ο Χρήστος ο Καρατσαπής, ο Δημητράκης ο Μπεσκίνης, και ο Αλέξης ο Τσερφόλιας. Μόνο κυνηγητό που δεν παίξαμε και τσιγκάκια στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Σαν χαμένος ήμουν. Επιτέλους, είχα επιστρέψει στη οικογένειά μου. Ένας απέραντος κόσμος που είχα γνωρίσει στα ταξίδια μου, γινόταν ξαφνικά πολύ μικρός. Ακόμα πιο μικρός και από την πλατεία με τις κουκουναριές, για τον απλούστατο λόγο πως σε κείνα τα τοπία δεν είχα πρόσωπα να βάλω μέσα.

Αργά προς το σούρουπο είχαν αρχίσει οι πρώτοι πανηγυρισμοί. Ανάστα η πλατεία. Ο περισσότερος κόσμος μαζεμένος έξω από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ. Η ιαχή, «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά», ακουγόταν ρυθμικά και με παλμό. Ο «Λήξις», μαζί με άλλους πάνω σε ένα φορτηγό περιέτρεχαν τους δρόμους και ζητωκραύγαζαν κρατώντας μια μεγάλη πράσινη σημαία.

Οι περισσότεροι από την παρέα είχαν φύγει. Το τραίνο έφτανε από τον Πύργο κατά τις δέκα. Για να περάσει η ώρα ξεκίνησα να κάνω μια βόλτα προς την εξοχή. Κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να φύγω. Τελικά, σκεφτόμουν πως, ήταν λάθος μου να κατέβω μόνο για ώρες.

Οι περίπατοι προς τον Υδατόπυργο και τη Δροσελή ήταν από τις πιο μακρινές εικόνες της μνήμης μου. Τα λουλούδια, με τα χρώματα και τις μυρωδιές, γεννήθηκαν μέσα μου πριν από τις λέξεις. Θυμάμαι πως στο γυρισμό όλο και κάποιο κάρο σταματούσε να μας πάρει. Καθισμένος εκεί ψηλά έβλεπα κάτω από τα πόδια μου τη ράχη ενός αλόγου να ανεβοκατεβαίνει κυματιστή καθώς ακουγόταν στον ίδιο ρυθμό και ο ήχος από τα πέταλα στην άσφαλτο.

Σουρούπωνε. Ένα διφορούμενο φως όλο και μάκραινε προς τη δύση. Σμάρια πουλιών πετάγονταν από τις φυλλωσιές των διάσπαρτων δέντρων και διέτρεχαν τον ουρανό αλαφιασμένα. Σε μια άκρη δυο, τρεις ευκάλυπτοι. Κάθισα κάτω από τον κορμό ενός και ξάπλωσα κλείνοντας τα μάτια.

Ξύπνησα όταν το πρώτο φως με χτύπησε στο πρόσωπο. Το κεφάλι μου βαρύ λες και συνερχόμουν από νάρκωση. Συγκεχυμένες εικόνες, ζωντανές ακόμα, έπαιζαν μέσα μου. Όλα ξεκίνησα από ένα πορφυρό φως, σαν σε κάτοπτρο, που περνώντας στην άλλη μεριά συναντήθηκα με την Ελένη Κρυμμένοι και οι δυο στην πυκνή βλάστηση. Κάτι μαυροπούλια πετούσαν από πάνω μας και έκρωζαν. Κάποια στιγμή την έχασα. «Με πρόδωσες», άκουσα να μου λέει από κάπου. Ακολούθησε το γέλιο της. «Μου είπαν πως μένεις στον Πύργο. Παράτα τα όλα», της είπα αναστατωμένος. «Δεν θα ξαναφύγω», της φώναξα και προσπαθούσα με αγωνία να την εντοπίσω. Όταν εμφανίστηκε μπροστά μου, όρμησα να την αγκαλιάσω. Άδεια τα χέρια μου. Μόνο μια σκιά πρόλαβα να δω που γινόταν ένα με τον κορμό του δέντρου.

Έκανα να τιναχτώ επάνω, αλλά τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Χρειάστηκε να στηριχθώ στον κορμό του δέντρου για να σταθώ στα πόδια μου. Πήρα το σάκο μου και βγήκα στο δρόμο για την πλατεία. Στα πρώτα κιόλας βήματα ένοιωσα τα κόκκαλά μου να τρίζουν. Οι αρθρώσεις μου πονούσαν αφόρητα. Ο σβέρκος μου είχε κυρτώσει. “Τόσες ώρες στο χώμα θα πιάστηκα” σκέφτηκα. “Είναι και η υγρασία της περιοχής”.

Φτάνοντας στην πλατεία είδα με έκπληξη πως τα πάντα είχαν αλλάξει. Καινούργια κτήρια είχαν ξεφυτρώσει τριγύρω. Το πρακτορείο των ΚΤΕΛ δεν υπήρχε. Μέχρι και νέους δρόμους είχαν ανοίξει. Μήτε σημαίες, μήτε αφίσες πουθενά. Κανείς δεν πανηγύριζε. Κάποιοι αλλοδαποί, με μελαμψό δέρμα, πηγαινοερχόταν μπροστά από την εκκλησία. Εκεί που ήταν τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ είχε γίνει βιβλιοπωλείο. Η ταμπέλα έγραφε το όνομα του Αλέξη του Τσερφόλια. “Πότε πρόλαβε κιόλας”, σκέφτηκα. “Χτες το απόγευμα τα λέγαμε στην πλατεία”. Το φωτογραφείο του Στεφανάκη κλειστό και ερειπωμένο. Το σπίτι του φίλου μου του Χρήστου του Καρατσαπή γκρεμισμένο.

Περπατούσα με τα χίλια ζόρια, κουτσαίνοντας. Σήκωσα το χέρι μου και το έφερα κοντά στο πρόσωπό μου. Η όρασή μου είχε αδυνατίσει. “Πού στο διάολο βρέθηκαν αυτές οι ζάρες και οι πανάδες στο δέρμα μου” αναρωτήθηκα. Αναζήτησα τον πλάτανο να ξαποστάσω λίγο αλλά πλάτανος δεν υπήρχε. Ένα τριώροφο κτίριο είχε υψωθεί στη θέση της φιλαρμονικής. Στο μεταξύ, ο δεξής γοφός με είχε πεθάνει. Η μαγκούρα ίσα που με στήριζε. Μια ώρα έκανα να φτάσω στον σταθμό. Σωριάστηκα στο παγκάκι. “Κάποιον να αγγαρέψω, να με βοηθήσει να ανέβω τα σκαλοπάτια του τραίνου”, σκέφτηκα και έψαξα γύρω μου.

Το καφενείο είχε αλλάξει κι αυτό. Μπαράκι είχε γίνει. Πίσω από τον πάγκο το μάτι μου πήρε το φίλο μου τον Δημητράκη τον Μπεσκίνη. Ασπρομάλλης. Μόλις με αντιλήφθηκε μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Θα φαινόμουν χάλια. Ούτε καν με γνώρισε. Μου μιλούσε στον πληθυντικό. «Καθίστε», μου είπε. «Φαίνεστε ταλαιπωρημένος» «Να προλάβω να θεωρήσω το εισιτήριο για το τραίνο. Τόσες δουλειές με περιμένουν πάνω», ψέλλισα και έκανα να βάλω το χέρι στην τσέπη μου. «Ποιο τραίνο», με ρώτησε αυτός απορημένος και με κοίταξε παράξενα. «Τώρα τραίνο, δεν βλέπετε τις ράγες; Χορτάριασαν. Έχει να έρθει από το 2008. Οι υπεύθυνοι όλο λόγια. Θα ξαναλειτουργήσει, λένε, αλλά δεν το κόβω. Δυο δεκαετίες έχουν περάσει κι ακόμα στις υποσχέσεις…».

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Ο Βασίλης Ι. Παπαμιχαλόπουλος γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας το 1958 όπου έζησε έως το 1971. Το 1976 τέλειωσε το 6/τάξιο Γυμνάσιο Αγ. Αναργύρων Αττικής. Το 1977-79 φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού Κύμης και κατόπιν εργάστηκε ως Γ’ Πλοίαρχος. Επίσης έχει τελειώσει την Σχολή Οικονομίας και Διοίκησης Τ.Ε.Ι Πειραιώς, την Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας και το Παιδαγωγικό τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο Μαράσλειο Διδασκαλείο ειδικεύτηκε στην Ειδική Αγωγή. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ειδική Αγωγή. Έχει δημοσιεύσει: 1. «AMPIMO PECTORE» Ποιητική Συλλογή. 2. «Γωνία Διοπτεύσεως» Ποιητική Συλλογή. 3. «Ένα χωριό γράφει την Ιστορία του»- Κατσίγκρι – Αγ. Αδριανός. (Τοπική Ιστορία – Λαογραφία) 4. «Εν καταδύση» Ποιητική Συλλογή. 5. «του έρωτα» Ποιητική Συλλογή.

ΣΗΜ. Το διήγημα «Λεχαινά 18 Οκτωβρίου 1981», είναι από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων «Η ΜΑΝΤΡΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ».

Μοιραστείτε το άρθρο

Περισσότερα Νέα